- μισάρετος
- -ου ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 4 Mc 11,4hater of virtue; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μισάρετος — μισάρετος, ον (Α) αυτός που μισεί την αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + αρετος(< ἀρετή), πρβλ. εν άρετος, φιλ άρετος] … Dictionary of Greek
μισάρετος — hating virtue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισάρετον — μισάρετος hating virtue masc/fem acc sg μισάρετος hating virtue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισάρετε — μισάρετος hating virtue masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισάρετοι — μισάρετος hating virtue masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek